προσκέφαλο — το, Ν 1. κατασκεύασμα σε σχήμα μικρού σάκου που μπαίνει κάτω από το κεφάλι για να τό στηρίξει κατά τον ύπνο ή κατά την ανάπαυση, μαξιλάρι 2. οποιοδήποτε αντικείμενο ανάλογης χρήσης ή σχήματος που τοποθετείται κάτω από το κεφάλι κοιμισμένου,… … Dictionary of Greek
κεφαλάρι — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 624 κάτ.) στην πρώην επαρχία Άργους του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται στην πεδιάδα, στις πηγές του ποταμού Ερασινού, 19 χλμ. Δ της πόλης του Ναυπλίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άργους … Dictionary of Greek
πουλβίνον — τὸ, καὶ πουλβῑνος, ὁ, Α 1. προσκέφαλο, μαξιλάρι 2. στρώμα κρεβατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pulvinus «προσκέφαλο»] … Dictionary of Greek
προσκεφάλι — το, Ν το προσκέφαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσκέφαλο κατά τα ουδ. σε ι] … Dictionary of Greek
προσκεφαλάκι — το, Ν [προσκέφαλο] μικρό προσκέφαλο … Dictionary of Greek
φουλβίνον — και φουλβίν, τὸ, Μ προσκέφαλο, μαξιλάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pulvinus «προσκέφαλο»] … Dictionary of Greek
κεφαλάρι — το 1. νερομάνα: Πίνει νερό από το κεφαλάρι. 2. το μέρος του κρεβατιού όπου αναπαύεται η κεφαλή αυτού που κατακλίνεται ή το προσκέφαλο που τοποθετείται κάτω από το κύριο προσκέφαλο του κρεβατιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμφικέφαλος — ἀμφικέφαλος, ον (ΑΜ) [κεφαλή] δικέφαλος μσν. 1. αυτός που έχει δύο θέσεις για το κεφάλι, όπως το ανάκλιντρο 2. (για κρεβάτι) αυτό που έχει προσκέφαλο και στις δύο πλευρές αρχ. φρ. «σκέλους τὸ ἀμφικέφαλον», το μηριαίο οστούν (επειδή έχει… … Dictionary of Greek
ανάκλιντρο — Κάθισμα ειδικής κατασκευής που χρησιμοποιείται για κατάκλιση. Τα α. έχουν ποικιλία σχημάτων και υλικών. Στην αρχαιότητα τα α. είχαν προσκέφαλο για να κρατιέται το κεφάλι ψηλά και ήταν απαραίτητα καθίσματα στα συμπόσια. Μετά την Αναγέννηση,… … Dictionary of Greek
επαγκωνίδιον — ἐπαγκωνίδιον, το (Α) μαξιλάρι για να ακουμπά κανείς, προσκέφαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αγκων ίδιον (< αγκών)] … Dictionary of Greek