προσκέφαλο

προσκέφαλο
προσκέφαλο, το και προσκεφάλι, το
το μαξιλάρι: Η κόρη σου 'πόψε το παραμύθι θα μου ειπεί το τσιγγάνικο 'πα στο προσκέφαλό μου (Βάρναλης).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσκέφαλο — το, Ν 1. κατασκεύασμα σε σχήμα μικρού σάκου που μπαίνει κάτω από το κεφάλι για να τό στηρίξει κατά τον ύπνο ή κατά την ανάπαυση, μαξιλάρι 2. οποιοδήποτε αντικείμενο ανάλογης χρήσης ή σχήματος που τοποθετείται κάτω από το κεφάλι κοιμισμένου,… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλάρι — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 624 κάτ.) στην πρώην επαρχία Άργους του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται στην πεδιάδα, στις πηγές του ποταμού Ερασινού, 19 χλμ. Δ της πόλης του Ναυπλίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άργους …   Dictionary of Greek

  • πουλβίνον — τὸ, καὶ πουλβῑνος, ὁ, Α 1. προσκέφαλο, μαξιλάρι 2. στρώμα κρεβατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pulvinus «προσκέφαλο»] …   Dictionary of Greek

  • προσκεφάλι — το, Ν το προσκέφαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσκέφαλο κατά τα ουδ. σε ι] …   Dictionary of Greek

  • προσκεφαλάκι — το, Ν [προσκέφαλο] μικρό προσκέφαλο …   Dictionary of Greek

  • φουλβίνον — και φουλβίν, τὸ, Μ προσκέφαλο, μαξιλάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pulvinus «προσκέφαλο»] …   Dictionary of Greek

  • κεφαλάρι — το 1. νερομάνα: Πίνει νερό από το κεφαλάρι. 2. το μέρος του κρεβατιού όπου αναπαύεται η κεφαλή αυτού που κατακλίνεται ή το προσκέφαλο που τοποθετείται κάτω από το κύριο προσκέφαλο του κρεβατιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμφικέφαλος — ἀμφικέφαλος, ον (ΑΜ) [κεφαλή] δικέφαλος μσν. 1. αυτός που έχει δύο θέσεις για το κεφάλι, όπως το ανάκλιντρο 2. (για κρεβάτι) αυτό που έχει προσκέφαλο και στις δύο πλευρές αρχ. φρ. «σκέλους τὸ ἀμφικέφαλον», το μηριαίο οστούν (επειδή έχει… …   Dictionary of Greek

  • ανάκλιντρο — Κάθισμα ειδικής κατασκευής που χρησιμοποιείται για κατάκλιση. Τα α. έχουν ποικιλία σχημάτων και υλικών. Στην αρχαιότητα τα α. είχαν προσκέφαλο για να κρατιέται το κεφάλι ψηλά και ήταν απαραίτητα καθίσματα στα συμπόσια. Μετά την Αναγέννηση,… …   Dictionary of Greek

  • επαγκωνίδιον — ἐπαγκωνίδιον, το (Α) μαξιλάρι για να ακουμπά κανείς, προσκέφαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αγκων ίδιον (< αγκών)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”